-
1 κριτικη
-
2 κριτική
-
3 κριτικῇ
-
4 κριτική
-
5 κριτική
κριτικόςable to discern: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
6 κριτική
[критики] ουσ θ критика. -
7 κριτική
censure -
8 κριτική
krytyka (f) rzecz. -
9 κριτική
1) criticism2) reviewΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κριτική
-
10 ασκώ κριτική
-
11 κριτικός
κριτικός, zum Entscheiden, Veureheiten geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. τέχνη, die Kunst der Beurtheilung, Plat. Polit. 260 c 292 b u. Sp.; ὄψις γὰρ ὤτων κριτικωτέρα πᾶσιν Schol. Il. 19, 292. – Bes. ὁ κριτικός, der Beurtheiler der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; Plat. Ax. 366 e, neben γεωμέτραι u. τακτικοί; ποιημάτων καὶ ᾀσμάτων καὶ μελῶν τῶν ἀρίστων διαγνωστικός Luc. de salt. 74; ἡ κριτική, die Kritik, die Kunst der Beurtheilung der Schriftwerke, Luc. u. a. Sp. – Bei den Aerzten = entscheidend, kritisch, ἱδρώς u. ä.
-
12 κριτικός
κριτικός, zum Entscheiden, Veurteilen geschickt, gehörig; ἡ κριτική, sc. τέχνη, die Kunst der Beurteilung. Bes. ὁ κριτικός, der Beurteiler der Sprache u. der Schriftwerke, der Kritiker; ἡ κριτική, die Kritik, die Kunst der Beurteilung der Schriftwerke. Bei den Ärzten = entscheidend, kritisch -
13 ἐξ-εταστικός
ἐξ-εταστικός, ή, όν, zum Prüfen, Untersuchen gehörig, geschickt; τῶν ἔργων Xen. Mem. 1, 1, 7; Arist. poet. 17; εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; καὶ κριτικὴ παρασκευή Luc. Hermot. 64. – Bei Dem. 13, 4 ist τὸ ἐξεταστικόν der Richtersold für eine gerichtliche Untersuchung. – Adv., παρέργως ἀλλ' οὐκ ἐξεταστικῶς ἐκκλησιάζειν, genau, Dem. 17, 13.
-
14 συγκριτικη
-
15 υποκριτικη
-
16 εμπαθής
ης, ες1) пристрастный; враждебный, недоброжелательный; злобный; злостный;εμπαθής κριτική — недоброжелательная критика;
2) страдающий хронической болезнью -
17 θαρραλέος
α, ο[ν] храбрый, смелый, отважный, бесстрашный;θαρραλέα κριτική — смелая критика
-
18 κάτω
1. επίρρ.1) внизу; вниз; снизу; под;κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;
κάτω από — под;
κάτω απ' το τραπέζι — под столом;
κάτω απ' την πίεση — под давлением;
από κάτω — снизу;
από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;
κριτική από τα κάτω — критика снизу;
2) ниже, меньше;όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;
κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);
3) долой!;κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;
§ κάτω κάτω в самом низу;
στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;
πάρα κάτω — ниже, меньше;
από πάνω ως κάτω — сверху донизу;
από κάτω ως πάνω — снизу доверху;
τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);
κάτω κόσμος — ад, преисподняя;
πάνω κάτω — около, приблизительно;
άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;
βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;
παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;
πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;
κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;
2. επίθ. άκλ. нижний;τό κάτω μέρος — нижняя часть;
τα κάτω — икра нижние конечности;
ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга
-
19 κριτικός
-
20 οξύνω
(αόρ. όξυνα, παθ. αόρ. οξύνθηκα) μετ.1) заострять, делать острым; 2) перен. заострять; обострять; делать напряжённым;οξύνω την κριτική — заострять критику;
οξύνω τίς σχέσεις — обострять отношения;
οξύνω τα πάθη — разжигать страсти;
οξύνω την ένταση — нагнетать напряжённость;
οξύνθηκαν τα πράγματα — положение обострилось; — дела ухудшились;
3):οξύνω τη φωνή — закричать пронзительным голосом
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… … Dictionary of Greek
κριτική — η 1. κρίση. 2. σοβαρή και αιτιολογημένη μελέτη για την αξία έργου, θεωρίας κ.ά.: Έκανε κριτική για τη θεωρία του στρουκτουραλισμού. 3. κλάδος της λογοτεχνίας που ασχολείται με την κρίση έργων του λόγου. 4. κατάκριση, έλεγχος: Η αντιπολίτευση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κριτικῇ — κριτικός able to discern fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριτική — κριτικός able to discern fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κριτικός — ή, ό (AM κριτικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.) 2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… … Dictionary of Greek
φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… … Dictionary of Greek